Σ' ένα μικρό χωριό της βόρειας Γερμανίας, κάπου στα 1913. Ένας αόρατος αφηγητής μας υποδέχεται στο ασπρόμαυρο τοπίο και ξεκινά να μας διηγείται μια ιστορία της νεανικής του ηλικίας, όταν μια σειρά από ανεξήγητα γεγονότα αναστάτωσαν τη γαλήνια καθημερινότητα του χωριού του και σημάδεψαν καθοριστικά κι αμετάκλητα τις ζωές των χωρικών.
Πρώτο είναι ένα ανεξήγητο ατύχημα που βρίσκει τον γιατρό του χωριού βαριά τραυματισμένο: έκπληξη κι απορία πλανάται στους συγχωριανούς του για ένα συμβάν με άγνωστο υποκινητή και φαινομενικά χωρίς αιτία. Στη συνέχεια, μια γυναίκα σκοτώνεται σ' ένα μάλλον ύποπτο εργατικό δυστύχημα: οργή και καχυποψία ανάμεσα στους χωρικούς, ακόμα διάχυτη και χωρίς αποδέκτη. Λίγο μετά όμως τα πράγματα θα εκτροχιαστούν: μια φωτιά, μια εξαφάνιση, ένα παιδί που ξυλοκοπείται, κι άλλες εκρήξεις βίας, ένα ακόμα παιδί που βασανίζεται. Πλέον η αιτία είναι σαφής: η εκδίκηση -ο υποκινητής όμως παραμένει άφαντος. Ποιος το έκανε; Η απάντηση βέβαια δεν είναι τόσο εύκολη, όταν το κλασσικό σχήμα whodunit (ποιός το έκανε) μετατρέπεται στα χέρια του Haneke σε ένα ιδιάζων whydunit (γιατί το έκανε), με το ενδιαφέρον να μεταφέρεται από το 'ποιος' στο 'γιατί', σε μια αναζήτηση των αιτίων της -φαινομενικά- απρόκλητης βίας.
Οι κάτοικοι του χωριού, ενήλικοι και παιδιά, ζουν σε μια κοινωνία προτεσταντικής καταπίεσης. Οι μοναδικές αποχρώσεις της ζωής είναι γι' αυτούς το άσπρο και μαύρο, σαν τα πλάνα του Haneke που ντύνουν το χιονισμένο χωριό. Ηθική ή ανηθικότητα, καλό και κακό -δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Η καταπίεση κι η βία είναι αυτές που διαμορφώνουν χαρακτήρες, μαζί με την 'Λευκή Κορδέλα' της ηθικής (ο πάστορας, κυρίαρχη φιγούρα στο χωριό, τυλίγει στα χέρια των παιδιών που παρουσιάζουν αποκλίνουσες συμπεριφορές μια λευκή κορδέλα, για να φέρουν επάνω τους ένα στίγμα που θα τους θυμίζει την απομάκρυνσή τους από τις ηθικές αξίες).
Ένα ολόκληρο χωριό τυλιγμένο ασφυκτικά με μια Λευκή Κορδέλα, για να θυμίζει στους 'υποδειγματικούς' κατοίκους του τη φαυλότητα στην οποία είναι βυθισμένοι. Καταπίεση, κακοποίηση, εκδίκηση. Ένας φαύλος κύκλος που γεννιέται και γεννά τη βία. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, ωριμάζουν κι αρχίζουν σιγά-σιγά να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα γύρω τους, είναι φυσικό να επηρεάζονται και να διαμορφώνονται από αυτό το νοσηρό περιβάλλον. Ο φόβος, η καχυποψία κι η ενοχή πνίγουν την παιδική αθωότητα και μετατρέπουν αργά αλλά σταθερά αυτή την ομάδα παιδιών σε 'enfants terribles' που με την πρώτη ευκαιρία θα διδάξουν από πρώτο χέρι τον τρόμο (για τον Θεό και τον άνθρωπο), τον πόνο (τον σωματικό αλλά και τον ψυχικό) και τον θάνατο σε αυτούς που τους τον δίδαξαν. Ο μόνος άτρωτος παραμένει ο χαρακτήρας του δασκάλου, ο αποστασιοποιημένος μας αφηγητής, ο μόνος, συμπτωματικά χωρίς απογόνους.